Periplus Logo

Περίπλους

ArchaeoCosmos
   
    
Χάρτης της Ερυθράς Θαλάσσης
Χάρτης του Abraham Ortelius (1527-1598) με τίτλο "Erythraei sive Rubri Maris Periplus" (1597)

Εισαγωγή

Δημήτρης Πλάντζος

Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης (Λατ.: Periplus Maris Erythraei), είναι ένα σχετικά σύντομο κείμενο των πρώιμων αυτοκρατορικών χρόνων, που καταγράφει τις θαλάσσιες οδούς και τη δυνατότητα για εμπορικές συναλλαγές από εμπορικά λιμάνια της Αιγύπτου, όπως η Βερενίκη «η Τρωγλοδυτική» κατά μήκος της ακτής της Ερυθράς Θάλασσας, και άλλα κατά μήκος του Κέρατος της Αφρικής, του Περσικού Κόλπου, της Αραβικής Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, συμπεριλαμβανομένης της γνωστής σήμερα περιοχής Sindh του Πακιστάν καθώς και περιοχών της νοτιοδυτικής Ινδίας.

Το κείμενο, γραμμένο σε πρωτόλεια κοινή ελληνική γλώσσα, έχει αποδοθεί σε διαφορετικές εποχές μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ., αλλά μια χρονολόγηση στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι πλέον η πιο κοινά αποδεκτή. Αν και ο συγγραφέας παραμένει άγνωστος, πρόκειται για κάποιον που έχει ξεκάθαρα επισκεφθεί τις περιοχές και τα εμπόρια (εμπορικά λιμάνια) που περιγράφει, καθώς φαίνεται αρκετά εξοικειωμένος με την περιοχή ώστε να παρέχει ακριβείς πληροφορίες για το τι γνώριζε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος του 1ου αι. μ.Χ. για τα εδάφη γύρω από τον Ινδικό Ωκεανό.

Η Ερυθραία ή Ερυθρά Θάλασσα ήταν ένας αρχαίος γεωγραφικός προσδιορισμός που περιλάμβανε τον Κόλπο του Άντεν μεταξύ της Ευδαίμονος Αραβίας και του Κέρατος της Αφρικής και κατά περιόδους (όπως και στον συγκεκριμένο Περίπλου) επεκτεινόταν ώστε να συμπεριλάβει τη σημερινή Ερυθρά Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό ως μια ενιαία θαλάσσια περιοχή.

Το βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα που αποτελεί τη βάση για το κείμενο που έχουμε σήμερα, αποδίδει το έργο στον Φλάβιο Αρριανό (95-175 μ.Χ.), τον Έλληνα συγγραφέα, ιστορικό, και γεωγράφο, γνωστότερο για τα έργα Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική. Αυτό όμως δεν φαίνεται να ευσταθεί, αντίθετα στον ίδιο συγγραφέα αποδίδονται από την αρχαία παράδοση και άλλα γεωγραφικά πονήματα που δεν φαίνεται να του ανήκουν.

Αρχικά, το κείμενο του Περίπλου παραδιδόταν μόνον από ένα χειρόγραφο του 14ου-15ου αι., το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βρετανίας. Εκδόθηκε από τον Sigmund Gelen, και πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Hieronymus Froben στα 1533. Όπως σήμερα γνωρίζουμε, το χειρόγραφο αυτό αποτελούσε παραφθαρμένο αντίγραφο του βυζαντινού χειρογράφου του 10ου αι. που αναφέρθηκε ήδη, και που είχε μεταφερθεί από την Χαϊδελβέργη στη Ρώμη τον 17ο αι., και από εκεί στο Παρίσι στα χρόνια του Ναπολέοντα, για να επιστρέψει στη Χαϊδελβέργη το 1816.

Ο Wilfred Harvey Schoff, που εξέδωσε το κείμενο στα 1912, το χρονολόγησε κατά την περίοδο 59-62 μ.Χ., αποδίδοντάς το σε κάποιον «Έλληνα της Αιγύπτου, Ρωμαίο πολίτη». Ο Schoff θεωρούσε τον συντάκτη του κειμένου «όχι υψηλής μόρφωσης», και πιθανολογούσε ότι ο ίδιος κατοικούσε στην Βερενίκη μάλλον παρά στην Αλεξάνδρεια ή σε κάποιο άλλο μητροπολιτικό κέντρο της περιοχής.

Το 1989, το κείμενο εκδόθηκε εκ νέου από τον Lionel Casson, ο οποίος το χρονολόγησε στην περίοδο 40-70 μ.Χ. ενώ το 2009 ο John Hill χρονολόγησε τον Περίπλου στην περίοδο 40-50 μ.Χ.

Ο Περίπλους αποτελείται από 66 χωρία, τα περισσότερα από τα οποία δεν ξεπερνούν τις πέντε ή έξι αράδες. Η αναφορά σε τόπους, γεωγραφικά τοπόσημα, πολίσματα, λιμάνια κλπ είναι λακωνική, με γνώμονα την παροχή χρηστικών πληροφοριών για τη διευκόλυνση του πλου, καθώς και την ασφάλεια πληρωμάτων και εμπορευμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, η περιγραφή των τοποθεσιών είναι αρκετά ακριβής ώστε να προσδιοριστεί στο χάρτη από τον σημερινό μελετητή. Άλλοτε, τα γενικόλογα στοιχεία που παρέχει το κείμενο προκαλούν σύγχυση. Για παράδειγμα, η θέση «Ραπτά» αναφέρεται ως το πιο απομακρυσμένο εμπορικό λιμάνι κάτω από την αφρικανική ακτή της «Αζανίας» (παρ. 16: τὸ τελευταιότατον τῆς Ἀζανίας ἐμπόριον), υπάρχουν όμως αρκετές τοποθεσίες που θα ταίριαζαν με την περιγραφή, που βρίσκονται από την πόλη Tanga έως τα νότια του δέλτα του ποταμού Rufiji στη σημερινή Τανζανία. Η περιγραφή της ινδικής ακτής, από την άλλη μεριά, αναφέρει καθαρά τον ποταμό Γάγγη, αλλά μετά από αυτόν καθίσταται αρκετά γενικόλογη, περιγράφοντας την Κίνα ως μια «μεγάλη πόλη της ενδοχώρας που λέγεται Θίνα», και αποτελεί πηγή ακατέργαστου μεταξιού (παρ. 64: παράκειται ἐν αὐτῇ πόλις μεσόγειος μεγίστη, λεγομένη Θῖνα, ἀφ ἧς τό τε ἔριον καὶ τὸ νῆμα καὶ τὸ ὀθόνιον τὸ Σηρικὸν εἰς τὰ Βαρύγαζα διὰ Βάκτρων πεζῇ φέρεται καὶ εἰς τὴν Λιμυρικὴν πάλιν διὰ τοῦ ποταμοῦ).

Στο κείμενο παρατίθενται, συνήθως παρεμπιπτόντως, και ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως για παράδειγμα ότι ο πρώτος ναυσιπλόος που διέσχισε τον Ινδικό Ωκεανό απ’ ευθείας από την Ερυθρά Θάλασσα στην Ινδική χερσόνησο χωρίς να ταξιδέψει παράκτια όπως γινόταν για λόγους ασφαλείας ήταν ο Έλληνας θαλασσοπόρος του 1ου αι. π.Χ. Ίππαλος, ή η παρατήρηση ότι η νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής, στην προέκτασή της προς νότο, σταδιακά συναντά την «δυτική θάλασσα» (παρ. 18: εἰς τὴν ἑσπέριον συμμίσγει θάλασσαν), δηλαδή τον δικό μας Ατλαντικό Ωκεανό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συνοπτικοί, και συχνά επαναλαμβανόμενοι, κατάλογοι πρώτων υλών και άλλων εμπορευμάτων που σύμφωνα με το κείμενο διατίθενται στα διάφορα εμπόρια κατά μήκος των ακτών που περιγράφονται. Αυτά μπορεί να αφορούν σχετικά κοινές πρώτες ύλες (π.χ. κασσίτερος, σίδηρος), υφάσματα και ενδύματα, εξωτικά καρυκεύματα και μπαχαρικά (όπως το πιπέρι ή η κανέλα), καλλυντικές ή ιαματικές ουσίες (όπως ο νάρδος, που συχνά ταυτίζεται με τη βαλεριάνα, ή το αρωματικό μαλάβαθρο), σπάνιες ρητίνες και διάφορους άλλους τύπους λιβανιού που την εποχή εκείνη θεωρούνταν υλικά πολυτελείας και γοήτρου (μύρο, σμύρνα, στύραξ), πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, αλλά και δούλους (τους οποίους ο συντάκτης αποκαλεί συνήθως «σώματα»).

Πολλοί από τους όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή πρώτων υλών και ειδών πολυτελείας απαντούν μόνον εδώ, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση όσον αφορά την ερμηνεία ή και αδυναμία του σημερινού μελετητή να προσδιορίσει επακριβώς το υλικό στο οποίο γίνεται αναφορά. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Αραβίας αναφέρεται ότι οι εκεί μεταπράτες εμπορεύονται μεταξύ άλλων και «δούακα» που όμως μας είναι άγνωστο υλικό, παρ. 8). Αντίθετα, λίγο βορειότερα, και κατά μήκος της αφρικανικής ακτής, αναφέρεται (παρ. 6) ότι πωλείται «λάκκος χρωμάτινος», υλικό που δεν παραδίδεται αλλού, φαίνεται όμως ότι αντιστοιχεί στην lacca της ύστερης μεσαιωνικής Λατινικής, όρο μάλλον δανεισμένο από το μεσαιωνικό αραβικό lakk, που με τη σειρά του προέρχεται από το σανσκριτικό lakh, που σημαίνει μια κόκκινη ρητίνη εγγενή στην Ινδία που χρησιμοποιείται ως ερυθρή χρωστική και ως βερνίκι (αντίστοιχη με το σημερινό εξελληνισμένο: λάκκα).

Η διαδρομή που περιγράφει το κείμενο, ξεκινά από το λιμάνι Μυός Όρμος (όρμος των στρειδιών) στη βορειοανατολική Αίγυπτο, που χτίστηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τους Πτολεμαίους, και ταυτίζεται με το σημερινό Quseir al-Quadim. Ακολουθεί η Βερενίκη Τρωγλοδυτική ή Μπαράνις, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ακολουθώντας την πορεία προς το Κέρας της Αφρικής, συναντάμε την Οπώνη, που ταυτίζεται με τη θέση Ras Hafun στη σημερινή Βόρεια Σομαλία. Κατά την αρχαιότητα, η Οπώνη αποτέλεσε σημαντικό σταθμό για εμπόρους από τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Περσία, την Αραβία, την Αφρική, και πολλές άλλες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς βρισκόταν σε στρατηγική θέση στον πλου μεταξύ Αζανίας (στην κεντρική Αφρική) και Ερυθράς θάλασσας. Προσείλκυε ακόμη και εμπόρους από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, που πωλούσαν καρυκεύματα, πολύτιμους λίθους, μετάξι, και άλλα εξωτικά είδη πολυτελείας. Την εποχή που γράφεται ο Περίπλους, γύρω στα 50 μ.Χ., η Οπώνη πρωτοστατεί στο εμπόριο κανέλας, κανελογαρύφαλλου (μοσχοκάρφου), και άλλων μπαχαρικών, καθώς και ελεφαντόδοντου, δερμάτων σπάνιων άγριων ζώων, και θυμιάματος.

Ουσιαστικά παρακάμπτοντας την Αραβική Χερσόνησο, ο Περίπλους εστιάζεται περισσότερο στην νότια ακτή της, και στις πόλεις Μούζα, Αραβία Ευδαίμων, και Κανή (σημερινό Bi’r Ali, στην περιοχή Hadhramaut της Νοτίου Αραβίας) που συναντά εκεί. Στις πόλεις αυτές, και ιδιαίτερα στην Κανή, διεξάγεται την εποχή εκείνη το διεθνές εμπόριο λιβανωτού και θυμιαμάτων (συνηθέστερα ρητίνες δέντρων ή θάμνων με έντονο άρωμα, που είχε στην αρχαιότητα καταπραϋντική ή και ναρκωτική χρήση, αλλά χρησιμοποιούνταν και στις θρησκευτικές τελετουργίες όπως άλλωστε και σήμερα). Η έμφαση στο εμπόριο λιβάνου, έδωσε στην περιοχή το προσωνύμιο «Βασίλειο του Λιβανωτού» (Frankincense kingdom), στο οποίο αναφέρεται και το κείμενο του Περίπλου.

Σημαντική, τέλος, θέση στο κείμενο κατέχουν τα Βαρύγαζα, αρχαίος εμπορικός σταθμός που ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη Baruch στη δυτική Ινδία. Τα Βαρύγαζα ήταν εμπορικός κόμβος για την ευρύτερη περιοχή, συνδέοντας την Ινδική ενδοχώρα με τις θαλάσσιες οδούς που οδηγούσαν στο Κέρας της Αφρικής και την Αίγυπτο, και από εκεί – μέσω της Αλεξάνδρειας – σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Στον Περίπλου αναφέρονται πολυάριθμα είδη που διακινούνταν μέσω των Βαρυγάζων, από μέταλλα (χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος) και πολύτιμοι λίθοι μέχρι αρώματα, θυμιάματα, και καρυκεύματα, υφάσματα και ενδύματα, αλλά και δούλοι. Αναφέρεται επίσης ότι εκεί έφταναν και είδη από την Μεσόγειο προς την Αραβία και την Ινδία, όπως ιταλικό κρασί.

Από το κείμενο του Περίπλου, και τις πληροφορίες που παρέχει ο συγγραφέας, συνάγεται ότι οι πλόες προς τις δυτικές ακτές της Ινδικής χερσονήσου διεξάγονταν αποκλειστικά την εποχή των μουσώνων: τα πλοία αναχωρούσαν από την Αίγυπτο κατά τον μήνα Ιούλιο, ώστε να επωφεληθούν από τους νοτιοδυτικούς ανέμους που φυσούσαν εκείνη την εποχή, και έτσι να φτάσουν με ασφάλεια στην Ινδία τον μήνα Σεπτέμβριο. Εάν άφηναν τις ακτές της Αφρικής νωρίτερα, κατά τον μήνα Ιούνιο, κινδύνευαν να φτάσουν στις ακτές της Ινδίας κατά τον μήνα Αύγουστο, οπότε οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ναυσιπλοΐα. Για την επιστροφή στην Αίγυπτο, οι θαλασσοπόροι έπρεπε να εκμεταλλευτούν τους βορειοανατολικούς ανέμους, που φυσούν κατά το διάστημα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου κάθε έτους.